
Βρυξέλλες, 14 Φεβρουαρίου — Κατά τη διάρκεια της τελευταίας ολομέλειάς του, το ΕΣΠΔ εξέδωσε γνωμοδότηση σχετικά με την έννοια της κύριας εγκατάστασης και τα κριτήρια για την εφαρμογή του μηχανισμού μίας στάσης, κατόπιν αιτήματος τηςγαλλικής αρχής προστασίας δεδομένων (ΑΠΔ) βάσει του άρθρου64 παράγραφος 2 του ΓΚΠΔ. Η γνωμοδότηση αποσαφηνίζει την έννοια της «κύριας εγκατάστασης» ενός υπευθύνου επεξεργασίας στην ΕΕ, ιδίως στις περιπτώσεις όπου οι αποφάσεις σχετικά με την επεξεργασία λαμβάνονται εκτός της ΕΕ.
Ο πρόεδρος του ΕΣΠΔ, κ. Anu Talus, δήλωσε: «Η έννοια της κύριας εγκατάστασης αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της μονοαπευθυντικής θυρίδας. Είναι καίριας σημασίας για να προσδιοριστεί ποια, εάν υπάρχει, η ΑΠΔ είναι η επικεφαλής εποπτική αρχή σε διασυνοριακές υποθέσεις προστασίας δεδομένων. Η γνώμη του ΕΣΠΔ αποσαφηνίζει περαιτέρω τις προϋποθέσεις πρόσβασης των υπευθύνων επεξεργασίας στην μονοαπευθυντική θυρίδα και παρέχει περαιτέρω καθοδήγηση για τις ΑΠΔ κατά τον προσδιορισμό της ΑΠΔ που είναι επικεφαλής.»
Στη γνώμη του, το ΕΣΠΔ θεωρεί ότιο «τόπος κεντρικής διοίκησης» ενός υπευθύνου επεξεργασίας στην ΕΕ μπορεί να θεωρηθεί ως κύρια εγκατάσταση σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 16 στοιχείο α) του ΓΚΠΔ μόνο εάν λαμβάνει τις αποφάσεις σχετικά με τους σκοπούς και τα μέσα της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και εφόσον έχει την εξουσία να εφαρμόζει τις εν λόγω αποφάσεις. Το ΕΣΠΔ εξηγεί περαιτέρω ότι ο μηχανισμός μίας στάσης μπορεί να εφαρμοστεί μόνο εάν υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι μία από τις εγκαταστάσεις του υπευθύνου επεξεργασίας στην Ένωση λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με τους σκοπούς και τα μέσα για τις σχετικές πράξεις επεξεργασίας και έχει την εξουσία να εφαρμόζει τις εν λόγω αποφάσεις. Αυτό σημαίνει ότι, όταν οι αποφάσεις σχετικά με τους σκοπούς και τα μέσα της επεξεργασίας λαμβάνονται εκτός της ΕΕ, δεν θα πρέπει να υπάρχει κύρια εγκατάσταση του υπευθύνου επεξεργασίας στην Ένωση και, ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται η μονοαπευθυντική θυρίδα.
Η παρούσα γνωμοδότηση είναι η τελευταία από μια σειρά συγκεκριμένων μέτρων που έλαβε το ΕΣΠΔ μετά τη δήλωση της Βιέννης σχετικά με τη διασυνοριακή επιβολή, με στόχο τον εξορθολογισμό της επιβολής και της συνεργασίας μεταξύ των ΑΠΔ.
Στη συνέχεια, το ΕΣΠΔ εξέδωσε δήλωση σχετικά με τις νομοθετικές εξελίξεις όσον αφορά την πρόταση κανονισμού για τη θέσπιση κανόνων για την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Η δήλωση ακολουθεί την κοινή γνώμη ΕΣΠΔ-ΕΕΠΔ σχετικά με την πρόταση κανονισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και επικεντρώνεται στις τελευταίες νομοθετικές εξελίξεις, ιδίως στη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του Νοεμβρίου 2023.
Το ΕΣΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για τις πολυάριθμες βελτιώσεις που πρότεινε το Κοινοβούλιο, όπως η εξαίρεση των διατερματικών κρυπτογραφημένων επικοινωνιών από τις εντολές ανίχνευσης. Ωστόσο, το ΕΣΠΔ εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι το κείμενο που προτείνει το Κοινοβούλιο δεν φαίνεται να επιλύει πλήρως σημαντικά ζητήματα που επισημάνθηκαν από το ΕΣΠΔ και τον ΕΕΠΔ σχετικά με τη γενική και αδιάκριτη παρακολούθηση των ιδιωτικών επικοινωνιών, ιδίως σε σχέση με την έκδοση εντολών ανίχνευσης.
Ο πρόεδρος του ΕΣΠΔ, κ. Anu Talus, δήλωσε: «Η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών αποτελεί ιδιαίτερα αποτρόπαιο έγκλημα και απαιτεί αποτελεσματικές λύσεις. Είναι σημαντικό κάθε νέα νομική πράξη να είναι σαφής και να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων. Το υπερβολικό επίπεδο πρόσβασης στις επιγραμμικές επικοινωνίες θα υπονόμευε αυτές τις σημαντικές αρχές και θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιπτώσεις τόσο στα δικαιώματα όσο και στην ασφάλεια τόσο των ενηλίκων όσο και των παιδιών· πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί σε πράξεις που τελικά κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό. Το ΕΣΠΔ είναι της γνώμης ότι η διατύπωση που προτείνει το Κοινοβούλιο θα πρέπει να παρέχει κατάλληλες εγγυήσεις ότι οι εντολές εντοπισμού θα είναι επαρκώς στοχευμένες, ώστε να διασφαλίζεται ότι μπορεί να προστατεύει τα θύματα χωρίς να θίγει δυσανάλογα τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που προστατεύονται από το δίκαιο της ΕΕ.»
Το ΕΣΠΔ τονίζει ότι είναι σημαντικό να περιοριστεί περαιτέρω ο κίνδυνος οι εντολές αυτές να επηρεάσουν πρόσωπα που είναι απίθανο να εμπλακούν σε εγκλήματα που σχετίζονται με τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών. Επιπλέον, το ΕΣΠΔ εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι οι εντολές εντοπισμού δεν περιορίζονται σε υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών (CSAM) που είναι ήδη γνωστό στις αρχές, παρά το γεγονός ότι οι τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό νέων CSAM έχουν αποδειχθεί στο παρελθόν ότι παρουσιάζουν σημαντικά ποσοστά σφάλματος.
Κατά τη διάρκεια της ολομέλειας, το ΕΣΠΔ συζήτησε επίσης το πεδίο εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με το μοντέλο συγκατάθεσης ή αμοιβής. Εκτός από την επικείμενη γνωμοδότηση βάσει του άρθρου 64 παράγραφος 2, η οποία θα εξετάσει το μοντέλο συναίνεσης ή αμοιβής στο πλαίσιο των μεγάλων επιγραμμικών πλατφορμών, συμφωνήθηκε ότι υπάρχει ανάγκη να αναπτυχθούν διαδοχικά κατευθυντήριες γραμμές με ευρύτερο πεδίο εφαρμογής.
Τέλος, το ΕΣΠΔ όρισε διάφορους εκπροσώπους για να συμμετάσχουν, αντίστοιχα, στην ομάδα επανεξέτασης του πλαισίου για την προστασία της ιδιωτικής ζωής των δεδομένων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στην υποομάδα υψηλού επιπέδου του νόμου για τις ψηφιακές αγορές για το άρθρο 5.2 της πράξης για τις ψηφιακές υπηρεσίες και στην ειδική ομάδα του νόμου για τις ψηφιακές υπηρεσίες σχετικά με την επαλήθευση της ηλικίας.
Το δελτίο τύπου που δημοσιεύεται εδώ έχει μεταφραστεί αυτόματα από τα αγγλικά. Το ΕΣΠΔ δεν εγγυάται την ακρίβεια της μετάφρασης. Παρακαλείσθε να ανατρέξετε στο επίσημο κείμενο στην αγγλική έκδοσή του, εάν υπάρχουν αμφιβολίες.